- εξολοθρευτικός
- η , ό[ν]1) уничтожающий, истребляющий; искореняющий; 2) истребительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξολοθρευτικός — ή, ό (AM ἐξολοθρευτικός, ή, όν) [εξολοθρευτής] καταστρεπτικός, εξοντωτικός … Dictionary of Greek
εξολοθρευτικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός για εξολόθρευση, καταστρεπτικός, ολέθριος, εξοντωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολοθρευτικός — ή, ό (ΑΜ ὀλοθρευτικός, ή, όν) [ολοθρευτής] εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός, φθοροποιός … Dictionary of Greek
εξοντωτικός — ή, ό επίρρ. ά που αποβλέπει ή συντελεί στην εξόντωση, εξολοθρευτικός, καταστρεπτικός: Εξοντωτική μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)